κοπραγωγός
English (LSJ)
κοπραγωγόν, carrying dung, γαστήρ Pl.Com.222; κ. ῥιπίς Crates Com. 13.
German (Pape)
[Seite 1483] Mist führend; γαστέρες Plat. com. bei Poll. 7, 134, ῥιπὶς κοπρ. Crates com. ib. 10, 175.
Greek (Liddell-Scott)
κοπρᾰγωγός: -όν, κοπροφόρος, γαστὴρ Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 54· κ. ῥιπὶς Κράτης ἐν «Ἥρωσιν» 6.
Greek Monolingual
-ό (Α κοπραγωγός, -όν)
αυτός που χρησιμεύει ως αγωγός κόπρου, που διοχετεύει κόπρο, που μεταφέρει περιττώματα («κοπραγωγὸς γαστήρ», Πλάτ.)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κοπραγωγά
ονομασία τών ήπιων καθαρτικών, όπως είναι λ.χ. το παραφινέλαιο, κατά τη δράση τών οποίων δεν ερεθίζεται το έντερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -αγωγός (< ἀγωγός < ἄγω), πρβλ. νυμφαγωγός, χρηματαγωγός].