παραφινέλαιο

From LSJ

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source

Greek Monolingual

και παραφινόλαδο, το
(φαρμ.) αποκαθαρισμένο μίγμα κορεσμένων υγρών υδρογονανθράκων του πετρελαίου που κυκλοφορεί σε δύο μορφές, την λεπτόρρευστη και την παχύρρευστη, και έχει, και στις δύο μορφές του, υπακτική δράση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραφίνη + έλαιον / λάδι].