μαιεία
From LSJ
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
English (LSJ)
ἡ, business of a midwife, Pl.Tht.150d, 210c, cf. Procl. in Alc.Praef.
German (Pape)
ἡ, die Hebammenkunst, das Geschäft der Hebamme, Plat. Theaet. 150d, 210c; B.A. 108.
Russian (Dvoretsky)
μαιεία: ἡ повивальное искусство Plat.
Greek (Liddell-Scott)
μαιεία: ἡ, τὸ ἔργον τῆς μαίας, Πλάτ. Θεαίτ. 150D, 210C.
Greek Monolingual
μαιεία, ἡ (Α) μαιεύομαι
το έργο της μαίας, η μαίευση, το ξεγέννημα.