πυκνόδους
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. -όδοντος, with teeth close together, Sch.Opp. H.1.170.
German (Pape)
[Seite 815] οντος, dichtzähnig, mit dicht aneinanderstehenden Zähnen, Schol. Opp. Hal. 1, 170.
Greek (Liddell-Scott)
πυκνόδους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τοὺς ὀδόντας πυκνούς, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 170, Λυκόφρ. 414.
Greek Monolingual
-οντος, ο, ΝΑ
νεοελλ.
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος ιχθύων που λείψανα τους ανακαλύφθηκαν σε θαλάσσιες αποθέσεις του ιουρασικού και αποτελούν τυπική μορφή τών πυκνοδόντων οι οποίοι χαρακτηρίζονταν από πλευρικά πεπλατυσμένο σώμα και κυκλικό περίγραμμα
αρχ.
αυτός που έχει πυκνά δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + ὀδούς «δόντι». Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pycnodonta].