ἔκπτωτος
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
ἔκπτωτον, abject, Paul.Al.O.1; banished, Vett. Val.86.14,al.
Spanish (DGE)
-ον
1 caído en desgracia, desgraciado Vett.Val.82.16, 98.9, 420.27, οἱ πρότερον ἠτιμωμένοι καὶ ἔκπτωτοι Chrys.M.49.407
•c. gen. expulsado, excluido τοῦ μακαρισμοῦ Anon.Hier.Luc.31.97
•subst. ὁ ἐ. el caído, el pecador Thdt.Anc.Hom.72.11 (p.79.5).
2 despreciable πατὴρ ... ἄδοξος ἢ ... ἐ. Paul.Al.58.15, cf. 71.7.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔκπτωτος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
αυτός από τον οποίο αφαιρέθηκε η εξουσία, το αξίωμα («ἐκπτωτος βασιλιάς», «έκπτωτος αρχιερεύς»)
νεοελλ.
«έκπτωτος εργολάβος» — αυτός που έχασε τα δικαιώματά του γιατί δεν εκτέλεσε επαρκώς τους όρους της συμβάσεως
αρχ.
1. αυτός που ξέπεσε στα μάτια τών άλλων, ανυπόληπτος
2. εξόριστος.