προπαραίτησις
From LSJ
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
-εως, ἡ, deprecation in advance, ib.pp.258,280 H. (both pl.).
Greek (Liddell-Scott)
προπαραίτησις: -εως, ἡ, προηγουμένη αἴτησις, Ρήτορες (Walz) 9. 518.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α προπαραιτοῦμαι
αίτηση ή παράκληση εκ τών προτέρων.