δολιχήρης
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
English (LSJ)
δολιχήρες, = δολιχός, long, Nic.Th.183, Opp.C.1.408.
Spanish (DGE)
(δολῐχήρης) -ες
• Morfología: [plu. nom. δολιχήρεες Opp.C.1.408]
1 largo de los colmillos del áspid, Nic.Th.183, de las tibias de los perros de caza, Opp.C.l.c., πυρσός Nonn.D.2.200.
2 de moharra con largo cubo αἰγανέη Opp.H.2.497, cf. δολίχαυλος.
German (Pape)
[Seite 654] ες, lang gefügt, lang; ὀδόντες Nic. Th. 183; ἱστοί Opp. Hal. 1, 408; αἰγανέα 2, 497.
Greek (Liddell-Scott)
δολῐχήρης: -ες, = δολιχός, μακρός, Νίκ. Θ. 183, Ὀππ. Κ. 1. 408.