δολίχαυλος
Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete
English (LSJ)
δολίχαυλον, with a long tube, δ. αἰγανέη a spear with a long iron socket for the shaft, Od.9.156.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
de moharra con largo cubo αἰγανέαι Od.9.156, Certamen 9.
German (Pape)
[Seite 654] mit langer Röhre oder mit langem Schafte, langröhrig, langschaftig; Homer einmal, Odyss. 9, 156 αἰγανέας δολιχααλους. Apoll. Lex. Homer. 59, 33 δολιχαύλους μακρὸν τὸν αὐλὸν ἐχούσας. Der αὐλός ist entweder der Schaft des Speeres, oder die Röhre der metallenen Spitze, in welche der Schaft hineingesteckt wird, vgl. Scholl.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la longue douille.
Étymologie: δολιχός, αὐλός.
Russian (Dvoretsky)
δολίχαυλος: с длинной трубкой, с глубоким гнездом или втулкой (для древка) (αἰγανέη Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
δολίχαυλος: -ον, μακρὸν αὐλὸν ἢ σωλῆνα ἔχων, δ. αἰγανέα, λόγχη ἔχουσα μακρὸν σιδηροῦν λαιμόν, ἐν ᾧ ἐνεπήγνυτο τὸ ξύλον (ἴδε αὐλός ΙΙ), Ὀδ. Ι. 156.
English (Autenrieth)
(αὐλός): with long socket; αἰγανέη, Od. 9.156†.
Greek Monolingual
δολίχαυλος, -ον (Α)
(για λόγχη ή αιχμή δόρατος) αυτός που έχει μακρύ αυλό, σωλήνα όπου έμπηγαν το ξύλο.
Greek Monotonic
δολίχαυλος: -ον, αυτός που έχει μακρύ αυλό ή σωλήνα, σε Ομήρ. Οδ.