Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
Full diacritics: ἱμερόφρων | Medium diacritics: ἱμερόφρων | Low diacritics: ιμερόφρων | Capitals: ΙΜΕΡΟΦΡΩΝ |
Transliteration A: himeróphrōn | Transliteration B: himerophrōn | Transliteration C: imerofron | Beta Code: i(mero/frwn |
[ῑ], ονος, ὁ, ἡ, lovely in spirit, Doroth. ap. Heph.Astr.3.9.
ἱμερόφρων, ὁ (Α)
αυτός που έχει διάθεση η οποία θέλγει τους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + -φρων (< φρην), πρβλ. αλλόφρων, ομόφρων].