οὔρισμα
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
-ατος, τό, Ion. for ὅρισμα, boundary-line, Hdt.2.17, 4.45.
German (Pape)
[Seite 419] τό, von οὐρίζω, günstiger Wind (?). τό, ion. = ὅρισμα, Begränzung, Gränze, Her. 2, 17. 4, 45.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
délimitation ; frontière.
Étymologie: οὐρίζω².
Russian (Dvoretsky)
οὔρισμα: ατος τό ион. = ὅρισμα.
Greek (Liddell-Scott)
οὔρισμα: τό, Ἰων. ἀντὶ ὅρισμα, ὅριον μεθόριον Ἡρόδ. 2. 17., 4. 45.
Greek Monolingual
οὔρισμα, τὸ (Α)
ιων. τ. βλ. όρισμα.
Greek Monotonic
οὔρισμα: -ατος, τό, Ιων. αντί ὅρισμα, συνοριακή γραμμή, σε Ηρόδ.