διαπετής
From LSJ
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
English (LSJ)
διαπετές, spread out, unfolded, open, Hp.Cord.10.
Spanish (DGE)
-ές
desplegado, extendido ἶνες ... ὁκοῖον ἀράχναι διαπετέες Hp.Cord.10.
German (Pape)
[Seite 595] ές, ausgebreitet, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
διαπετής: -ές, ἀναπεπταμένος, διηπλωμένος, ἀνοικτός, ἐκ τοῦ Ἱππ. ὁκοῖον ἀράχναι διαπετέες.
Greek Monolingual
διαπετής, -ές (Α)
απλωμένος, ανοιχτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + -πετής < πέτομαι].