προεκμανθάνω
From LSJ
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
English (LSJ)
learn by heart before, Theon Prog.3, Sch.D.T.p.18H.
German (Pape)
[Seite 719] (s. μανθάνω), vorher auswendig lernen, Theo progymnasm. 3.
Greek (Liddell-Scott)
προεκμανθάνω: μανθάνω πρότερον ἀπὸ στήθους, Ρήτορες (Walz) 1. 175, A. B. 746.
Greek Monolingual
Α
αποστηθίζω κάτι εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκμανθάνω «μαθαίνω καλά, αποστηθίζω»].