τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
Full diacritics: ἡσῠχικός | Medium diacritics: ἡσυχικός | Low diacritics: ησυχικός | Capitals: ΗΣΥΧΙΚΟΣ |
Transliteration A: hēsychikós | Transliteration B: hēsychikos | Transliteration C: isychikos | Beta Code: h(suxiko/s |
ἡσυχική, ἡσυχικόν, peaceable, in Sup., prob. in Plot.3.8.6.
ἡσυχικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που αγαπά την ησυχία, φιλήσυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + κατάλ. -ικος (πρβλ. θεικός, φιλοσοφικός)].