ξυλοσχίστης
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
English (LSJ)
ξυλοσχίστου, ὁ, one who splits wood, Ptol.Tetr. 179.
German (Pape)
[Seite 281] ὁ, der Holzspalter, Procl.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλοσχίστης: -ου, ὁ σχίζων ξύλα, Πρόκλ. Παράφρ. 3. 250. = Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 432.
Greek Monolingual
και ξυλοσκίστης, ο (Α ξυλοσχίστης)
αυτός που σχίζει ξύλα
νεοελλ.
μτφ.
1. ανάξιος, ανίκανος, αδέξιος, σκιτζής
2. αμαθής, αγράμματος.