Ἀσιατογενής
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
Ἀσιατογενές, of Asian birth, A.Pers.12, Critias6.6D.
Spanish (DGE)
(Ἀσιᾱτογενής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-]
originario de Asia ἰσχύς A.Pers.12, Λυδὴ χείρ Critias Eleg.4.5.
German (Pape)
[Seite 370] = Ἀσιαγενής, Aesch. Pers. 12.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
originaire d'Asie, asiatique.
Étymologie: Ἀσία, γένος.
Russian (Dvoretsky)
Ἀσιᾱτογενής: Aesch. = Ἀσιαγενής.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀσιᾱτογενής: -ές, Ἀσιαγενής, Ἀσιατικῆς καταγωγῆς, πᾶσα ἰσχὺς Ἀσιατογενὴς ᾤχωκε Αἰσχύλ. Πέρσ. 12.
Greek Monotonic
Ἀσιᾱτογενής: -ές (γίγνομαι), αυτός που έχει Ασιατική καταγωγή, σε Αισχύλ.