γευστήριον
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
τό, cup for tasting with, Ar.Fr.299, Pherecr. 143.3.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): γεύστριον Gloss.2.262
catavino Ar.Fr.310, Pherecr.152.3, Gloss.l.c.
•fig. λόγων γευστήρια Com.Adesp. en ZPE 93.1992.155b.6.
German (Pape)
[Seite 487] τό, Werkzeug zum Kosten, kleiner Becher, Ar. bei Poll. 6, 99. 10, 75; Pherecrat. bei Ath. XI, 481 c.
Russian (Dvoretsky)
γευστήριον: τό чашечка для пробы Arph.
Greek (Liddell-Scott)
γευστήριον: τό, ποτήριον δι’ οὗ γεύεταί τις, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 285, Φερεκρ. Τυρ. 1. 3.
Greek Monolingual
γευστήριον, το (Α) γεύομαι
ποτήρι με το οποίο δοκιμάζει κάποιος ένα ποτό.