μεταρρύθμισις
English (LSJ)
-εως, ἡ, alteration, prob. in Tz. ad Hes.Op. 42.
Greek (Liddell-Scott)
μεταρρύθμῐσις: ἡ, μεταβολή, ἀλλοίωσις, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 32.
German (Pape)
ἡ, Umstimmung, Verbesserung, Sp.
-εως, ἡ, alteration, prob. in Tz. ad Hes.Op. 42.
μεταρρύθμῐσις: ἡ, μεταβολή, ἀλλοίωσις, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 32.
ἡ, Umstimmung, Verbesserung, Sp.