παναπηρής
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
παναπηρές, all-unmutilated, κεφαλαί Call. Cer.126.
German (Pape)
[Seite 456] ές, ganz unverstümmelt, unversehrt, Callim. Cer. 126.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνᾰπηρής: -ές, ὅλως ἄβλαπτος, ὁλόκληρος, μὴ πεπηρωμένος, ἀκέραιος, Καλλ. εἰς Δήμ. 125.
Greek Monolingual
παναπηρής, -ές (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που δεν υπέστη κανέναν ακρωτηριασμό, καθ' όλα ακέραιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀπηρής «αρτιμελής»].