οὐρανόπαις
From LSJ
English (LSJ)
παιδος, ὁ, ἡ, child of Uranos, Orph.H.27.13,79.1.
German (Pape)
[Seite 417] παιδος, ὁ, Himmelskind, Orph. H. 26, 13.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρᾰνόπαις: -παιδος, ὁ, ἡ, τέκνον τοῦ Οὐρανοῦ, Ὀρφ. Ὕμν. 26. 13, κτλ.
Greek Monolingual
οὐρανόπαις, -παιδος ὁ, ἡ (Α)
το παιδί του Ουρανού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + παῖς.