νηπευθής

Revision as of 12:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

νηπευθές, unsearchable, Orac. ap. Macr.Sat.1.18.20.

Greek (Liddell-Scott)

νηπευθής: -ές, ἀνεξερεύνητος, ἀνέκφραστος, ὄργια νηπευθέα Χρησμ. ἐν Μακροβ. Saturn. 1. 18.

Greek Monolingual

νηπευθής και, κατά τον Ησύχ., νηπυθής, -ές (Α)
αυτός για τον οποίο δεν υπάρχουν πληροφορίες ή για τον οποίο δεν έγιναν έρευνες, άγνωστος, ανεξερεύνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -πευθής (< πεύθομαι «μαθαίνω, πληροφορούμαι»), πρβλ. απευθής, νεοπευθής].

German (Pape)

ές (πυνθάνομαι), unerforschlich, unaussprechlich, ὄργια, Orak. bei Macrob. Saturn. 1.18.