δυσαποτέλεστος
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
δυσαποτέλεστον, hard to accomplish, Eust.1956.18.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de llevar a término subst. τὸ δ. c. gen. τὸ τῆς Τρωικῆς μάχης δ. Eust.1956.18.
German (Pape)
[Seite 676] schwer auszuführen, Eustath.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαποτέλεστος: -ον, δυσκατόρθωτος, Εὐστ. 1956. 18.
Greek Monolingual
δυσαποτέλεστος, -ον (Μ)
αυτός που δύσκολα φθάνει σε τέλος, δυσκολοκατόρθωτος.