σκοτοεργός

From LSJ
Revision as of 12:08, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοτοεργός Medium diacritics: σκοτοεργός Low diacritics: σκοτοεργός Capitals: ΣΚΟΤΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: skotoergós Transliteration B: skotoergos Transliteration C: skotoergos Beta Code: skotoergo/s

English (LSJ)

σκοτοεργόν, working in the dark, κλιβανεύς Man.1.80.

German (Pape)

[Seite 905] im Finstern, Verborgenen arbeitend, Man. 1, 81.

Greek (Liddell-Scott)

σκοτοεργός: -όν, ὁ ἐν τῷ σκότει ἐργαζόμενος, κλιβανεὺς Μανέθων 1. 80.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που εργάζεται στο σκοτάδι («σκοτοεργὸς κλιβανεύς», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + -εργός (< έργον), πρβλ. λιθο-εργός].