ἀμευσίπορος

From LSJ
Revision as of 12:08, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμευσίπορος Medium diacritics: ἀμευσίπορος Low diacritics: αμευσίπορος Capitals: ΑΜΕΥΣΙΠΟΡΟΣ
Transliteration A: ameusíporos Transliteration B: ameusiporos Transliteration C: amefsiporos Beta Code: a)meusi/poros

English (LSJ)

ἀμευσίπορον, path-shifting, τρίοδος Pi.P.11.38.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰμευσῐ-]
donde se cambia de camino τρίοδος Pi.P.11.38.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où les routes s'entrecroisent (litt. s'échangent), carrefour.
Étymologie: *ἀμεύομαι, πόρος.

German (Pape)

τρίοδοι, Pind. P. 11.38, wo sich die Wege kreuzen (Eusth. καθ' ἣν ἀμείβεται πορεία).

Russian (Dvoretsky)

ἀμευσίπορος: с перемежающимися проходами, т. е. перекрещивающийся (τρίοδοι Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμευσίπορος: -ον, ὁ ἔχων ἐναλλάσσοντας πόρους, ἔνθα αἱ ὁδοὶ διασταυροῦνται, τρίοδοι, Πινδ. Π. 11. 58.

English (Slater)

ᾰμευσῐπορος, -ον where ways interchange ἧρ' ὦ φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν (ἀμευσιπόρους τριόδους Hermann, met. gr.) (P. 11.38)

Greek Monolingual

ἀμευσίπορος, -ον (Α)
αυτός, στον οποίο διασταυρώνονται οι δρόμοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμευσι- (< ἀμεύομαι) + πόρος.

Greek Monotonic

ἀμευσίπορος: -ον, αυτός που έχει μονοπάτια που διασταυρώνονται μεταξύ τους, σε Πίνδ.

Middle Liddell

with interchanging paths, Pind.