ξηρολουσία
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
ἡ, taking a dry bath, i.e. in hot sand, Cass.Fel.76.
Greek Monolingual
ξηρολουσία, ἡ (Α)
λουτρό σε θερμή άμμο, αμμόλουτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -λουσία < λούω), πρβλ. θερμολουσία].