μολοσσίαμβος
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
English (LSJ)
[ῐ] (sc. πούς), ὁ, the foot, Diom.p.481 K.
Greek (Liddell-Scott)
μολοσσίαμβος: ὁ, ποὺς ἐν τῇ μετρ. μολοσσὸς καὶ ἴαμβος, Diomed. ἐν Gram. Lat. ed. Keil I, σελ. 481, 21.
Greek Monolingual
μολοσσίαμβος, ὁ (Α)
(ενν. πούς) μετρικός πους που σύγκειται από μολοσσό και ίαμβο, δηλαδή -υ-.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μολοσσός + ἴαμβος.