γνωμηδόν
From LSJ
νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
English (LSJ)
Adv. (γνώμη 111.2) vote by vote, πυνθάνεσθαι D.H.8.43.
Spanish (DGE)
adv. voto a voto πυνθάνεσθαι D.H.8.43.
German (Pape)
[Seite 498] πυνθάνεσθαι, Stimme für Stimme, Dion. Hal. 8, 43.
Greek (Liddell-Scott)
γνωμηδόν: ἐπίρρ. (γνώμη ΙΙΙ.2), κατὰ γνώμας, γνώμην πρὸς γνώμην, πυνθάνεσθαι Διον. Ἁλ. 9.43.
Greek Monolingual
γνωμηδόν επίρρ. (Α) γνώμη
φρ. «γνωμηδὸν πυνθάνεσθαι» — με εξέταση της κάθε μιας γνώμης.