προδιασπείρω
From LSJ
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
English (LSJ)
disseminate beforehand, λόγον Arist.Ath.14.4.
Greek Monolingual
Α
διαδίδω κάτι προηγουμένως («προδιασπείρας γὰρ λόγον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διασπείρω «διαδίδω, κοινολογώ»].