μυριόφυλος
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
μυριόφυλον, of ten thousand kinds, Opp.H.1.626.
German (Pape)
[Seite 220] mit zehntausend, unzähligen Stämmen, Geschlechtern, Arten, Opp. Hal. 1, 626.
Greek (Liddell-Scott)
μῡριόφῡλος: -ον, ὁ διαιρούμενος εἰς ἀναρίθμητα φῦλα, Ὀππ. Ἁλ. 1. 626.
Greek Monolingual
μυριόφυλος, -ον (Α)
αυτός που περιέχει αναρίθμητα φύλα, που διαιρείται σε αναρίθμητες φυλές, σε άπειρα γένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -φυλος (< φυλή), πρβλ. ετερόφυλος].