τυροκόσκινον

From LSJ
Revision as of 12:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῡροκόσκῐνον Medium diacritics: τυροκόσκινον Low diacritics: τυροκόσκινον Capitals: ΤΥΡΟΚΟΣΚΙΝΟΝ
Transliteration A: tyrokóskinon Transliteration B: tyrokoskinon Transliteration C: tyrokoskinon Beta Code: turoko/skinon

English (LSJ)

τό, cheesecake, Chrysipp.Tyan. ap. Ath.14.647f.

German (Pape)

[Seite 1164] τό, 1) Käsesieb. – 2) eine Art Kuchen, Käsekuchen, Ath. XIV, 647 e.

Greek (Liddell-Scott)

τῡροκόσκῐνον: τό, πλακοῦς ἐκ τυροῦ ὀνομασθέντος οὕτως ἐκ τοῦ τρόπου τῆς κατασκευῆς αὐτοῦ, Χρύσιππος Τυαν. παρ’ Ἀθην. 647Ε, ἔνθα ἴδε περιγραφὴν τῆς κατασκευῆς αὐτοῦ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
είδος τυρόπιτας που ονομάστηκε έτσι κυρίως λόγω του τρόπου παρασκευής της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + κόσκινον.