ἀντεκτρέχω
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
English (LSJ)
sally out against, X.HG4.3.17, Ages.2.10.
Spanish (DGE)
lanzarse a su vez al ataque ἀπὸ τῆς Ἀγησιλάου φάλαγγος X.HG 4.3.17, Ages.2.10.
German (Pape)
[Seite 246] (s. τρέχω), dagegen auslaufen, bes. gegen den Feind einen Ausfall machen, Xen. Hell. 4, 3, 10 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ao.2 ἀντεξέδραμον;
s'élancer au-devant de.
Étymologie: ἀντί, ἐκτρέχω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντεκτρέχω: выбегать навстречу, делать вылазку (ἀντεξέδραμον ἀπὸ τῆς φάλαγγος Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεκτρέχω: τρέχω ἐναντίον τινὸς ἐκδραμόντος κατ’ ἐμοῦ, Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 17, Ἀγησ. 2. 10.
Greek Monolingual
ἀντεκτρέχω (Α)
κάνω αντεπίθεση.
Greek Monotonic
ἀντεκτρέχω: μέλ. -δρᾰμοῦμαι, εξορμώ ενάντια σε, σε Ξεν.