μεγιστόσωμος
From LSJ
English (LSJ)
μεγιστόσωμον, of largest frame, Tz.H.8.272.
German (Pape)
[Seite 110] mit sehr großem Körper, Tzetz.
Greek (Liddell-Scott)
μεγιστόσωμος: -ον, ὁ ἔχων μέγιστον σῶμα, Τζέτζ. Ἱστ. 8, 872.
Greek Monolingual
μεγιστόσωμος, -ον (Μ)
αυτός που έχει πάρα πολύ μεγάλο σώμα, μεγαλόσωμος, σωματώδης.