λεπτόστομος

From LSJ
Revision as of 12:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund

Menander, Monostichoi, 310
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτόστομος Medium diacritics: λεπτόστομος Low diacritics: λεπτόστομος Capitals: ΛΕΠΤΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: leptóstomos Transliteration B: leptostomos Transliteration C: leptostomos Beta Code: lepto/stomos

English (LSJ)

λεπτόστομον, with small mouth, Arist.Fr.304.

German (Pape)

[Seite 31] mit kleinem Munde, Gegensatz παχύστομος, Arist. bei Ath. III, 88 b.

Russian (Dvoretsky)

λεπτόστομος: с маленьким ротовым отверстием (πίννη Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόστομος: -ον, ἔχων μικρὸν στόμα, Ἀριστ. παρ’ Ἀθην. 88Β.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λεπτόστομος, -ον)
αυτός που έχει λεπτό, μικρό και στενό, στόμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτο- + -στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδόστομος, κακό-στομος].