ἀνεμομαχία
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
ἡ, meeting of contrary winds, Lyd.Mens. 4.13.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
encuentro de vientos contrarios Lyd.Mens.4.16, Cat.Cod.Astr.9(1).130, 11(2).168.
German (Pape)
[Seite 222] ἡ, Windkampf, Zusammenstoßen zweier Winde, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμομᾰχία: ἡ, ἡ σύγκρουσις ἐναντίων ἀνέμων, Ἰω. Λυδ. Περὶ Μηνῶν, 4. 13.
Greek Monolingual
η (Α ἀνεμομαχία)
νεοελλ.
1. η πάλη του πλοίου με δυσμενή άνεμο
2. η μάχη με φανταστικό αντίπαλο
αρχ.
η σύγκρουση αντίθετων ανέμων.