ταχυκάρδιος
From LSJ
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
English (LSJ)
ταχυκάρδιον, hasty in spirit, Thd.Is. 35.4.
Greek Monolingual
-ον, Μ
ο ταχύς στο πνεύμα, στην ψυχή, δηλαδή ορμητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. ὀξυκάρδιος].