ἀνάκλημα
From LSJ
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
English (LSJ)
-ατος, τό, = ἀνάκλασις, τοῦ ῥυθμοῦ Jul.Ep.186.
Spanish (DGE)
-ματος, ἡ
acción de dar el tono a los cantores por parte del corego τοῦ ῥυθμοῦ Iul.Ep.186.421b.
German (Pape)
[Seite 192] τό, das Anrufen, Anheben des Gesanges, Iambl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάκλημα: -ατος, τό, = ἀνάκλησις, πρὸς τὸ ἀνάκλημα τοῦ ῥυθμοῦ συνομαρτοῦντες, πρὸς τὸ ἀνάκρουσμα, Ἰουλιαν. 421Β.
Greek Monolingual
(I)
το (Μ ἀνάκλημα)
βλ. ανακάλημα.
(II)
ἀνάκλημα, το (Α)
βλ. ανάκλαση (-ις).