ληνεών
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, the place of the ληνός 1, Gp.6.1.3.
German (Pape)
[Seite 40] ῶνος, ὁ, der Ort, wo die Kelter steht, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
ληνεών: -ῶνος, ὁ, τὸ μέρος ἔνθα ἦτο ὁ ληνός, Γεωπ. 6. 1, 3.
Greek Monolingual
ληνεών, -ῶνος, ὁ (Μ) ληνός
ο τόπος όπου βρίσκεται ο ληνός, το πατητήρι.