καλλιούργημα
From LSJ
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
English (LSJ)
-ατος, τό, work of art, Jul.Ep.205 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1310] τό, das schöne Werk, Iulian. ep.
Greek Monolingual
καλλιούργημα, τὸ (Α) καλλιουργώ
έργο τέχνης, καλλιτέχνημα.