κεροειδής

From LSJ
Revision as of 12:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεροειδής Medium diacritics: κεροειδής Low diacritics: κεροειδής Capitals: ΚΕΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: keroeidḗs Transliteration B: keroeidēs Transliteration C: keroeidis Beta Code: keroeidh/s

English (LSJ)

κεροειδές, horn-shaped, ἕρπυλλος Nic.Th.909.

German (Pape)

[Seite 1425] ές, hornähnlich, ἕρπυλλον, nach den Blättern benannt, Nic. Th. 909.

Greek (Liddell-Scott)

κεροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κέρας, ἔχων τὸ σχῆμα κέρατος, Νικ. Θηρ. 909.

Greek Monolingual

κεροειδής, -ές (Α)
αυτός που έχει σχήμα κέρατος, αυτός που είναι όμοιος με κέρατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -ειδής (< εἶδος)].