κεροειδής
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
κεροειδές, horn-shaped, ἕρπυλλος Nic.Th.909.
German (Pape)
[Seite 1425] ές, hornähnlich, ἕρπυλλον, nach den Blättern benannt, Nic. Th. 909.
Greek (Liddell-Scott)
κεροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κέρας, ἔχων τὸ σχῆμα κέρατος, Νικ. Θηρ. 909.
Greek Monolingual
κεροειδής, -ές (Α)
αυτός που έχει σχήμα κέρατος, αυτός που είναι όμοιος με κέρατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -ειδής (< εἶδος)].