αἱματώψ
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
ῶπος, ὁ, ἡ, = αἱματωπός, E.HF933 (cj. Pors.).
Spanish (DGE)
(αἱμᾰτώψ) -ῶπος
sanguinolento ῥίζας τ' ἐν ὄσσοις αἱματῶπας ἐκβαλών E.HF 933.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἱματώψ -ῶπος αἷμα, ὤψ] bloederig (om te zien).
Russian (Dvoretsky)
αἱμᾰτώψ: ῶπος adj. Eur. = αἱματωπός.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμᾰτώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, = αἱματωπός, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 933· ἐξ εἰκασίας Πόρσωνος.
Greek Monotonic
αἱμᾰτώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ = αἱματωπός, σε Ευρ.
Middle Liddell
= αἱματωπός, Eur.]