τρυπητός

From LSJ
Revision as of 12:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῡπητός Medium diacritics: τρυπητός Low diacritics: τρυπητός Capitals: ΤΡΥΠΗΤΟΣ
Transliteration A: trypētós Transliteration B: trypētos Transliteration C: trypitos Beta Code: truphto/s

English (LSJ)

τρυπητή, τρυπητόν, pierced, Arist.Ath.69.1.

Greek (Liddell-Scott)

τρῡπητός: -όν, τετρυπημένος, τρυπητός, περὶ τὸν λεγόμενον τρυπητὸν λίθον Νικήτ. Χρον. 361Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τρυπητός, -ή, -όν, ΝΜΑ τρυπῶ
αυτός που έχει οπές, διάτρητος, τρυπημένος
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η τρυπητή
(ενν. κουτάλα) κουτάλα με τρύπες κατάλληλη για το σερβίρισμα διαφόρων εδεσμάτων
2. το ουδ. ως ουσ. το τρυπητό
α) διάτρητο μαγειρικό σκεύος κατάλληλο για την αποστράγγιση φαγητών, σουρωτήρι
β) διυλιστήρας.