χεζανάγκη
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
ἡ, purgative plaster, Aët.3.135, Paul.Aeg.7.9.
German (Pape)
[Seite 1341] ἡ, eine Salbe zur Beförderung des Stuhlgangs, Paul. Aeg.
Greek (Liddell-Scott)
χεζᾰνάγκη: ἡ, ἀλοιφὴ καθαρτικὴ διευκολύνουσα τὴν κένωσιν τῶν περιττωμάτων, Παῦλ. Αἰγ. 7, 9, Ἀέτ. 3. 135, σ. 58 (b), 18.
Greek Monolingual
ἡ, Α
αλοιφή κατάλληλη για την πρόκληση κένωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέζω + ἀνάγκη.