πατροτυψία
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
ἡ, beating of one's father, S.E.M. 2.46.
German (Pape)
[Seite 536] ἡ, das Schlagen des Vaters, Sext. Emp. adv. rhett. 46.
Russian (Dvoretsky)
πατροτυψία: ἡ нанесение побоев отцу Sext.
Greek (Liddell-Scott)
πατροτυψία: ἡ, τὸ τύπτειν τινὰ τὸν ἑαυτοῦ πατέρα, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 46.
Greek Monolingual
ἡ, Α πατροτύπτης
το να χτυπά, να δέρνει κάποιος τον πατέρα του.