ποικιλτέον
From LSJ
ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational
English (LSJ)
one must work in embroidery, Id.R. 378c.
Greek (Liddell-Scott)
ποικιλτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ποικίλλω, δεῖ ποικίλλειν, Πλάτ. Πολ. 378C.
Greek Monotonic
ποικιλτέον: ρημ. επίθ. του ποικίλλω, αυτό που πρέπει να δουλέψει κάποιος μέσω της κεντητικής τέχνης, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποικιλτέον, adj. verb. van ποικίλλω, er moet geborduurd worden.