Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
Full diacritics: βρύγμα | Medium diacritics: βρύγμα | Low diacritics: βρύγμα | Capitals: ΒΡΥΓΜΑ |
Transliteration A: brýgma | Transliteration B: brygma | Transliteration C: vrygma | Beta Code: bru/gma |
-ατος, τό, a bite, gnawing, Nic.Th.483.
βρύγμα: τό, δῆγμα, δάγκαμα, Νίκ. Θ. 483.
βρύγμα, το (AM) βρύκω
πληγή από δάγκωμα.