ἀποφαλακρόομαι
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
Pass., become bald, Phryn.PSp.26B.
Spanish (DGE)
quedarse calvo Phryn.PS 26.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφᾰλακρόομαι: παθ. γίνομαι φαλακρός, Α. Β. 16. 32, ἐν λέξ. ἀναφαλαντίας.