ἐμβρίμημα
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
-ατος, τό, indignation, LXX La.2.6.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
bramido, bufido de rabia o cólera ἐ. ὀργῆς αὐτοῦ el fragor de su cólera LXX La.2.6, τὰ ἐμβριμήματα τῶν χερουβικῶν ζῴων Mart.Phil.V 26.
German (Pape)
[Seite 806] τό, die Aeußerung des Zornes an Etwas, Sp., die auch ἐμβρίμησις haben.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβρίμημα: τό, φρυαγμός, ἀγανάκτησις, Ἑβδ. (Θρῆνοι Β΄, 6).
Greek Monolingual
ἐμβρίμημα, το (AM)
εκδήλωση οργής εναντίον κάποιου, αγανάκτηση
μσν.
χρεμέτισμα.