σέβασις
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
-εως, ἡ, reverence, Epicur.Fr.141 (pl.).
German (Pape)
[Seite 867] ἡ, Scheu, Verehrung, Bewunderung, Plut. adv. Col. 17, öfter.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
vénération, adoration.
Étymologie: σεβάζω.
Russian (Dvoretsky)
σέβᾰσις: εως ἡ почитание Plut.
Greek (Liddell-Scott)
σέβᾰσις: ἡ, σεβασμός, σέβας, Ἐπίκ. παρὰ Πλουτ. 2. 1117Α.
Greek Monolingual
-άσεως, ἡ, Α σεβάζομαι
1. σεβασμός, σέβας
2. λατρεία, θαυμασμός.