σιτόμετρος
From LSJ
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
English (LSJ)
ὁ, = σιτομέτρης, BGU509.11 (ii A.D.).
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο σιτομέτρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -μετρος (< μέτρον)].