συνεκκάμνω
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
work out together, τι Them.Or.3.42d.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκκάμνω: ἐξεργάζομαι ὁμοῦ, τι Θεμίστ. 42D.
Greek Monolingual
Α
εκτελώ, κατορθώνω κάτι με κόπο μαζί με κάποιον άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκκάμνω «προσπαθώ, καταπονούμαι»].