συνεκκάμνω
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
work out together, τι Them.Or.3.42d.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκκάμνω: ἐξεργάζομαι ὁμοῦ, τι Θεμίστ. 42D.
Greek Monolingual
Α
εκτελώ, κατορθώνω κάτι με κόπο μαζί με κάποιον άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκκάμνω «προσπαθώ, καταπονούμαι»].